ἀγωνίων

ἀγωνίων
ἀγώνιος
of
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱γωνίων , ἀγωνιάω
contend eagerly
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱γωνίων , ἀγωνιάω
contend eagerly
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀγωνιάω
contend eagerly
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἀγωνιάω
contend eagerly
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγωνιῶν — ἀγωνία contest fem gen pl ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc voc sg ἀγωνιάω contend eagerly pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγωνιάω contend eagerly pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίων — Ἀγώνιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτωθασμός — ἐπιτωθασμός, ὁ (Α) [επιτωθάζω] εμπαιγμός, χλεύη («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • προσίζω — Α 1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.) 2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι 4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό …   Dictionary of Greek

  • συγκαταφθείρω — ΜΑ [καταφθείρω] καταστρέφω συγχρόνως («ἀγωνιῶν μὴ κατὰ τὰς μεταβολὰς τῶν πραγμάτων συγκαταφθείρη τοὺς ἰδίους στρατιώτας», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • Ντε Κουίνσι, Τόμας — (Thomas de Quinsey, Γκρινχέιζ, Μάντσεστερ 1785 – Εδιμβούργο 1859). Άγγλος συγγραφέας. Πέρασε μια πολυτάραχη ζωή και τον διέκρινε ολοκληρωτική πρακτική ανικανότητα. Συγγραφέας αναρίθμητων άρθρων για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την οικονομία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”